στερκτικός

στερκτικός
στερκ-τικός, ή, όν,
A disposed to love, affectionate,

πρὸς τὰ συνήθη Arist.HA629b11

;

τέκνων Plu.2.7e

; τὸ σ., = στοργή, ib.769c, cf. Alex.8; ἔχομεν φύσει τι ς. Arr.Epict.2.10.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στερκτικός — disposed to love masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερκτικός — ή, όν, Α [στερκτός] 1. αυτός που είναι γεμάτος στοργή και τρυφερότητα, φιλόστοργος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στερκτικόν η στοργή …   Dictionary of Greek

  • στερκτικόν — στερκτικός disposed to love masc acc sg στερκτικός disposed to love neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερκτικούς — στερκτικός disposed to love masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερκτικῆς — στερκτικός disposed to love fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερκτικῇ — στερκτικός disposed to love fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερκτική — στερκτικός disposed to love fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερκτικῶς — στερκτικός disposed to love adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”